- αντρομοίρι
- το надел земли, доставшийся по наследству от покойного мужа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντρομοίρι — το ιού, μερίδιο χήρας από την περιουσία του άντρα της: Ο κουνιάδος της προσπαθούσε να της φάει τ αντρομοίρι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)